- ἄβορος
- ἄβοροςgreedymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άβορος — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 106 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδος. Υπάγεται στον δήμο Λιδορικίου … Dictionary of Greek
ἄβορον — ἄβορος greedy masc/fem acc sg ἄβορος greedy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβορα — ἄβορος greedy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)